λευκαντικός

λευκαντικός
-ή, -ό (Α λευκαντικός, -ή, -όν) [λευκαντής]
αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκαντικά (ενν. μέσα) χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για λεύκανση, αλλ. λευκαντές.
επίρρ...
λευκαντικώς (Α λευκαντικῶς)
με τρόπο που προκαλεί λεύκανση
αρχ.
με αίσθηση λευκότητας, λεύκανσης («λευκαντικῶς διατεθῆναι» — να έχει κανείς αίσθηση λευκότητας, να βλέπει τα πάντα λευκά, Σέξτ. Εμπειρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκαντικός — ή, ό ο κατάλληλος για λεύκανση: Χάρη στις λευκαντικές ιδιότητες αυτού του απορρυπαντικού τα ρούχα λάμπουν από καθαριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκαντικήν — λευκαντικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαντικῶς — λευκαντικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”